-
1 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
2 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба